Σώστε το παιδί μου… το σπλάχνο μου σιγοψιθύριζε η μάνα, υποβασταζόμενη…
Φώναζε ο πατέρας.. ο γιος μου, ένας είναι! Όχι Θεέ μου, μην το πάρεις.. Συγγενείς φίλοι, θλίψη και στεναχώρια. Μάτια και πρόσωπα γεμάτα δάκρυα, κόκκινα από ταραχή και άγχος, από λύπη και θυμό.. Πως συνέβη να αναρωτιουνται; Θα ζήσει! Θα δεις.. Να εμψυχώνουν τους εαυτούς τους και να στάζουν τα λόγια τους Ελπίδα.. Αχ! Αυτή η Ελπίδα δύσκολα εγκαταλείπει σαν μπει στο παιχνίδι…
Η πόρτα των Τ.Ε.Π. ανοίγει, χειρουργοί έχουν βάλει πέμπτη ταχύτητα στο φορείο και οδεύουν προς το χειρουργείο. Άκρα σιγή… Κάποιος σιγοψιθύρισε, γιατρέ θα σωθεί; Ένας, από όλους τους χειρουργους μονάχα γύρισε, και.. ήταν εκείνος που θα έπεφτε όλο το βάρος πάνω του… Ανοιγοκλεισε τα μάτια ” θα κάνουμε το καλύτερο, έχε πίστη” φώναξε καθώς τσουλούσε μαζί με τους υπόλοιπους το φορείο..
Ο κόσμος πολύς εκείνο το βράδυ, ο καθένας για το δικό του πόνο, άκουγες τα μουρμουρητα και τις συζητήσεις “Παναγία μου νέο παιδι” έλεγε ο ένας! “Να δώσει δύναμη ο Θεός στη μάνα να αντέξει τούτο το κακό που τη βρήκε” έλεγε ο άλλος.. Κουράγιο και δύναμη μοίραζαν όλοι απλόχερα. Κανένας αδιάφορος…
Τα χέρια μου ιδρωμενα, πολλές εγχειρήσεις είχαν περάσει από τα χέρια μου, μα σε τούτη ήθελα να δώσω ότι είχα και δεν είχα.. Θα το σώσω το παλικάρι έλεγα και ξαναλέγα στον εαυτό μου.. Δέθηκα… Ισως ήταν εκείνη η στιγμή που είχε ακόμα τις αισθήσεις και με μια ανάσα, σιγανά με κοίταξε με τα μεγάλα αμυγδαλωτά του μάτια και μου είπε “αφηνομαι σε εσένα, ξέρεις εσυ”. Ένιωσα χίλια βάρη στο κεφάλι, στη πλατη, στα δάκτυλα… Το μυαλό μου κατέκλυσαν ερωτήσεις…Θα τα καταφέρω; Έλα Άγγελε έχεις καταφέρει τόσα.. Το έχεις και εδώ.. Θα δεις. Όχι δεν θα τα καταφέρω, ήδη μου “φευγει”. Χίλιες δύο αντιφάσεις μέσα στο μυαλό μου και γω να προσπαθώ με μανία να σταθεροποιησω τα δάκτυλα μου.
Άνοιξα την ήδη μισάνοικτη κοιλιά από το τρακάρισμα, σχεδόν όλα τα όργανα αιμοραγουσαν, πιεζα εδώ ερρεε το αίμα εκεί… Πίεζα από την άλλη, έχανα σφυγμους. Αιμορραγία… ακατάσχετη…
Φιάλες να πηγαινοερχονται, χτυποι καρδιάς να μισοχαχανονται..
Μπιιιιιιιπ… Ο πιο μακαβριος χτυπος… Τα χέρια μου να πιάνουν την καρδιά, να την πιέζω να της δώσω ζωή.. Και της έδωσα! Τουλάχιστον 3 φορές.. Αλλά δεν το επιθυμούσε, ήταν σαν να μου έλεγε.. Άσε με… Μη με βασανίζεις άλλο.. Σταματα να με πιέζεις.. σώνει και καλά να χτυπήσω.. Κουράστηκα.. Τώρα θέλω να κοιμηθώ.. Άσε με, με ακούς; Σταματά να παριστάνεις το Θεό! Δεν είσαι…
Κάθισα δίπλα στο νεαρό.. Πέταξα το σκούφο στο πάτωμα και του έπιασα το χερι.. Οι νοσηλευτριες απόρρησαν.. Δεν ήμουν ο εαυτός μου.. Απλά τον κοίταξα και είπα… “Συγγνώμη νεαρέ μου, δεν ήταν περαστικό τελικά..” Προσπάθησα, θέλω να με πιστέψεις..” Σηκώθηκα μετά από αρκετή ώρα.. Απευθύνθηκα πάλι σε εκείνον “και τώρα νεαρέ ήρθε η ώρα να” σκοτωσω” και τους γονείς σου.. Δυστυχώς πάτε πακέτο..
Χαμήλωσα το βλέμμα, κράτησα το χερι της μάνας και απλά μονολογησα εμφανώς επηρεασμένα από την μόλις κατάληξη που είχε η ιστορία..
“Συγγνώμη έκανα ότι περνούσε από το χέρι μου, για το γιό σας”
Οι φωνές και τα ουρλιαχτά έπνιξαν κάθε άλλο ήχο στην αίθουσα αναμονής,.. είδα χέρια να κρύβουν πρόσωπα.. είδα μάτια χαμένα.. είδα στόματα να λένε μοιρολόγια… είδα πραγματική λύπη.. Ήταν η πρώτη φορά που σκιαγραφουσα την κάθε κίνηση.. Επηρεάστηκα.. Έκανα να φύγω και ένα χέρι έπιασε το δικό μου.. Ήταν το χερι της μανας που με φωνή που ίσα έβγαινε, μου είπε “Γιατρέ είχε όνομα” Δεν κατάλαβα.. Και αθώα ρώτησα “παρακαλώ;” “Γιατρέ, λέω είχε όνομα Γιάννη, Γιάννη τον έλεγαν.. Αυθόρμητα είπα.. Ωραίο όνομα.. Και έφυγα.. Για ώρες σκεφτόμουν τι είπα.. Το ανέλυα ξανά και ξανά στο μυαλό μου.. Τι βλακας… Έλεγα από μέσα μου..
Γύρισα σπίτι, ήθελα να μιλήσω γιαυτό που μου συνεβη, δεν το έκανα όμως.. Βγήκα στο μπαλκόνι, έβαλα ένα καλό ουισκυ και στο πικ απ ένα καλό κομμάτι.. Nick Cave into my arms.. Πριν πιω την πρώτη γουλιά, σήκωσα το ποτήρι, έκανα ένα νεύμα και ειπα” Γιάννη σε ευχαριστώ! Με έβαλες σε πιο βαθειες σκέψεις, σκέψεις που δεν πίστευα ότι θα είχα μετά από τόσα χρόνια σε αυτή τη δουλειά.. Ήπια τη γουλιά μου, χαμήλωσα το κεφάλι και έβαλα τα κλαμματα.. Όπως ένα μικρό παιδί που κλαίει γοερά και ψάχνει απεγνωσμένα την αγκαλιά της μητέρας του.. Τα μάτια μου έγιναν κόκκινα, πρηστηκαν και το σώμα μου είχε παραλύσει.. Έπεσα στο πάτωμα, έμεινα στα πλακάκια σε στάση εμβρύου και συνέχισα να κλαίω σαν μωρό..
Το ξημέρωμα με βρήκε έτσι.. Ευάλωτο και μεθυσμένο, είχα ρουφήξει το μπουκάλι.. Πέρα από αυτά όμως με βρήκε και πιο συνειδητοποιημενο, ο θάνατος επηρεάζει πιο πολλους ανθρώπους από όσους νομίζεις.. Ένας θάνατος δεν ξεχνιέται έστω και αν λίγο έχεις δεθεί με το άτομο. Ο θάνατος ειναι θάνατος, που ενσωματώνει όλες τις άσχημες λέξεις… θλίψη, λύπη, μοναξιά, τρόμος, φόβος και λέξη σε τρομάζει. Μονολογησα στον εαυτό μου και είπα ” κοίτα μην ξαναγινεις αγγελιοφόρος θανατου”.. Δεν θα στο συγχωρήσω εαυτό μου.. Και έτσι έκλεισα συμφωνία μαζί του… Μια συμφωνία που προς το παρόν τηρώ ακόμα.
Ζητήθηκε ανωνυμία από τον ιατρό. Περιστατικό του Γενικού Νοσοκομείου Χανίων.
πηγή: